Anonymous

προσαναβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαναβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]] ή [[ανέρχομαι]] [[επιπλέον]], σε Ξεν.· υψώνομαι περισσότερο, όπως ο φουσκωμένος [[ποταμός]], σε Πολύβ.· μεταφ., [[προσαναβαίνω]] τῷ Ῥωμύλῳ, [[πηγαίνω]] [[πίσω]] στον Ρωμύλο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσαναβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]] ή [[ανέρχομαι]] [[επιπλέον]], σε Ξεν.· υψώνομαι περισσότερο, όπως ο φουσκωμένος [[ποταμός]], σε Πολύβ.· μεταφ., [[προσαναβαίνω]] τῷ Ῥωμύλῳ, [[πηγαίνω]] [[πίσω]] στον Ρωμύλο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναβαίνω:''' <b class="num">1)</b> в(о)сходить, подниматься (πρός τι Arst.; [[ἀνώτερον]] NT);<br /><b class="num">2)</b> (о реке) вздуваться, разливаться (τὸ [[ῥεῦμα]] προσαναβεβηκός Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> (о пополнениях в коннице) вновь садиться на коней: εἰ μὴ προσανκρήσονται ἱππεῖς, μείονες ἀεὶ ἔσονται Xen. если не будут прибывать новые всадники, (наличный состав конницы) будет все убавляться;<br /><b class="num">4)</b> (в рассказе) восходить, доходить (τῷ Ῥωμύλῳ Plut.).
}}
}}