Anonymous

προκυλινδέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκῠλινδέομαι:''' Παθ., κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου, Λατ. provolvi ad genua alicujus, <i>τινι</i>, σε Αριστοφ.· <i>τινος</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''προκῠλινδέομαι:''' Παθ., κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου, Λατ. provolvi ad genua alicujus, <i>τινι</i>, σε Αριστοφ.· <i>τινος</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκῠλινδέομαι:''' подкатываться: π. τινι Arph. и τινος Dem. валяться у кого-л. в ногах; προκυλινδεῖται ἡ [[πέρδιξ]] τοῦ θηρεύοντος Arst. (чтобы отвлечь внимание от своих птенцов), куропатка подбегает к ногам охотника.
}}
}}