Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσθιγγάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσθιγγάνω:''' μέλ. -[[θίξομαι]]· αόρ. βʹ <i>-έθῐγον</i>, [[αγγίζω]], <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>προσθιγών</i>, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσθιγγάνω:''' μέλ. -[[θίξομαι]]· αόρ. βʹ <i>-έθῐγον</i>, [[αγγίζω]], <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>προσθιγών</i>, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσθιγγάνω:''' (fut. προσθίξομαι, aor. 2 προσέθιγον) прикасаться, дотрагиваться (τινός Aesch., Soph.; χερί τινος Eur.).
}}
}}