3,241,056
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσθιγγάνω:''' μέλ. -[[θίξομαι]]· αόρ. βʹ <i>-έθῐγον</i>, [[αγγίζω]], <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>προσθιγών</i>, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''προσθιγγάνω:''' μέλ. -[[θίξομαι]]· αόρ. βʹ <i>-έθῐγον</i>, [[αγγίζω]], <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>προσθιγών</i>, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσθιγγάνω:''' (fut. προσθίξομαι, aor. 2 προσέθιγον) прикасаться, дотрагиваться (τινός Aesch., Soph.; χερί τινος Eur.). | |||
}} | }} |