Anonymous

προσογκέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_5)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσογκέω''': αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11.
|lstext='''προσογκέω''': αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11.
}}
{{elru
|elrutext='''προσογκέω:''' v. l. Arst. [[προογκέω]] надуваться, разбухать ([[καθάπερ]] αἱ φῦσαι Arst.).
}}
}}