Anonymous

προσλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλέγομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., είμαι ξαπλωμένος [[πλησίον]], [[προσέλεκτο]] (γʹ ενικ. συγκοπτ. αορ. βʹ), ξάπλωσε δίπλα μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μιλώ]] σε, [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Θεόκρ.· μεταφ., <i>κακὰ προσελέξατο θυμῷ</i>, πήρε κακόβουλη [[συμβουλή]] μαζί του, σκέφτηκε το [[κακό]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''προσλέγομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., είμαι ξαπλωμένος [[πλησίον]], [[προσέλεκτο]] (γʹ ενικ. συγκοπτ. αορ. βʹ), ξάπλωσε δίπλα μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μιλώ]] σε, [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Θεόκρ.· μεταφ., <i>κακὰ προσελέξατο θυμῷ</i>, πήρε κακόβουλη [[συμβουλή]] μαζί του, σκέφτηκε το [[κακό]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσλέγομαι:''' [[λέγω]] I] (только 3 л. sing. aor. 2 [[προσέλεκτο]]) ложиться рядом Hom.
}}
}}