Anonymous

προσκατακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_23)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκατακτάομαι''': κατακτῶμαι, [[κυριεύω]] [[προσέτι]], προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82.
|lstext='''προσκατακτάομαι''': κατακτῶμαι, [[κυριεύω]] [[προσέτι]], προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκατακτάομαι:''' сверх того приобретать (τι Polyb., Diod.).
}}
}}