3,274,921
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προστᾰτήριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε κάποιον, [[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας, [[φόβος]] που αιωρείται στην [[καρδιά]] μου ή την κυριεύει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]], [[προστατευτικός]], στον ίδ., Σοφ. | |lsmtext='''προστᾰτήριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε κάποιον, [[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας, [[φόβος]] που αιωρείται στην [[καρδιά]] μου ή την κυριεύει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]], [[προστατευτικός]], στον ίδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστᾰτήριος:''' <b class="num">1)</b> досл. стоящий напротив, осаждающий, перен. щемящий ([[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> стоящий впереди, охраняющий ([[Ἄρτεμις]] Aesch.). | |||
}} | }} |