Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσχρῄζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχρῄζω:''' μέλ. <i>-ῄσω</i>, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. <i>-ηΐσω</i>· [[χρειάζομαι]] [[επιπλέον]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι, [[απαιτώ]] να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων [[μαθεῖν]]; σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (ενν. [[πυθέσθαι]]), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχρῄζω:''' μέλ. <i>-ῄσω</i>, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. <i>-ηΐσω</i>· [[χρειάζομαι]] [[επιπλέον]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι, [[απαιτώ]] να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων [[μαθεῖν]]; σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (ενν. [[πυθέσθαι]]), σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσχρῄζω:''' ион. [[προσχρηΐζω]]<br /><b class="num">1)</b> хотеть, желать: [[ἐπείτε]] προσχρηΐζετε τούτων Her. поскольку вы этого желаете; τί προσχρῄζων [[μαθεῖν]]; Soph. что ты хочешь узнать?;<br /><b class="num">2)</b> просить, требовать ([[προσχρηΐζω]] [[ὑμέων]] πείθεσθαι Μαρδονίῳ Her.);<br /><b class="num">3)</b> нуждаться (οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.).
}}
}}