Anonymous

προσδέρκομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδέρκομαι:''' Δωρ. ποτι-[[δέρκομαι]]· μέλ. <i>-δέρξομαι</i>· με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-έδρᾰκον</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εδέρχθην</i>, παρακ. -[[δέδορκα]], αποθ.<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]], [[βλέπω]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βλέπω]] από κοντά, σε Σοφ.
|lsmtext='''προσδέρκομαι:''' Δωρ. ποτι-[[δέρκομαι]]· μέλ. <i>-δέρξομαι</i>· με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-έδρᾰκον</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εδέρχθην</i>, παρακ. -[[δέδορκα]], αποθ.<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]], [[βλέπω]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βλέπω]] από κοντά, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδέρκομαι:''' дор. [[ποτιδέρκομαι]] (fut. προσδέρξομαι, aor. προσέδρακον и προσεδέρχθην) взирать, глядеть, смотреть (τινα и τι Hom., Trag.): ἃς οὔθ᾽ [[ἥλιος]] προσδέρκεται ἀκτῖσιν Aesch. которых и солнце не освещает (досл. не созерцает) своими лучами; προσδέρκου! Soph. взгляни!; μή σ᾽ ἐλινύοντα προσδερχθῇ Aesch. чтобы он не увидел, как ты медлишь.
}}
}}