Anonymous

προσστάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσστάζω:''' дор. [[ποτιστάζω]] досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
}}
}}