Anonymous

προσκομίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[κομίζω]] σε ένα [[μέρος]], [[πρός]] τόπον, σε Θουκ., Ξεν.· [[προσκομίζω]] τὴν μηχανήν, [[φέρνω]] κοντά την πολεμική [[μηχανή]] για να [[προσβάλλω]] το [[τείχος]], σε Θουκ. — Μέσ., [[φέρνω]] μαζί μου, [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] μου, στο ίδ.· [[εισάγω]], σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, οδηγούμαι σ' ένα [[μέρος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προσκομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[κομίζω]] σε ένα [[μέρος]], [[πρός]] τόπον, σε Θουκ., Ξεν.· [[προσκομίζω]] τὴν μηχανήν, [[φέρνω]] κοντά την πολεμική [[μηχανή]] για να [[προσβάλλω]] το [[τείχος]], σε Θουκ. — Μέσ., [[φέρνω]] μαζί μου, [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] μου, στο ίδ.· [[εισάγω]], σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, οδηγούμαι σ' ένα [[μέρος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκομίζω:''' <b class="num">1)</b> привозить, подвозить, доставлять (λίθους Dem.): προσκομίζεσθαί τι Thuc., Xen. привозить что-л. с собой или для себя; διὰ [[χειρῶν]] προσεκομίσθη ταῖς θύραις Plut. (Антоний) был на руках доставлен к входу;<br /><b class="num">2)</b> склонять, присоединять, приобщать (τὴν πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Plut.): προσκομίζεσθαι κώπαις Xen. побуждать браться за весла.
}}
}}