Anonymous

πρόσχωρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσχωρος:''' -ον ([[χώρα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται δίπλα, [[πλησιόχωρος]], [[γειτονικός]], όμορος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πρόσχωρος:''' -ον ([[χώρα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται δίπλα, [[πλησιόχωρος]], [[γειτονικός]], όμορος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσχωρος:''' <b class="num">II</b> ὁ сосед (τινος Her., Thuc., реже τινι Polyb.; πολεμεῖν τοῖς προσχώροις Arst.).<br />сопредельный, пограничный, соседний ([[τόπος]] Aesch.; ξένοι Soph.).
}}
}}