Anonymous

πρῷρα: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρῷρα:''' ἡ (όχι <i>[[πρώρα]]</i>, [[επειδή]] είναι συνηρ. από το <i>[[πρώειρα]]</i>) ([[πρό]])·<br /><b class="num">1.</b> μπροστινό [[τμήμα]] πλοίου, [[κεφαλή]] πλοίου, [[πλώρη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[αντίθετος]] [[άνεμος]], αντίθ. προς το <i>κατὰ πρύμναν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρῷρα]] βιότου, η [[πλώρη]] του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη [[νεότητα]], σε Ευρ.· [[πάροιθεν]] πρῴρας καρδίας, [[μπροστά]] στην [[καρδιά]] μου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πρῷρα:''' ἡ (όχι <i>[[πρώρα]]</i>, [[επειδή]] είναι συνηρ. από το <i>[[πρώειρα]]</i>) ([[πρό]])·<br /><b class="num">1.</b> μπροστινό [[τμήμα]] πλοίου, [[κεφαλή]] πλοίου, [[πλώρη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[αντίθετος]] [[άνεμος]], αντίθ. προς το <i>κατὰ πρύμναν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρῷρα]] βιότου, η [[πλώρη]] του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη [[νεότητα]], σε Ευρ.· [[πάροιθεν]] πρῴρας καρδίας, [[μπροστά]] στην [[καρδιά]] μου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρῷρα:''' (тж. [[πρῶρα]]), ион. [[πρῴρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> носовая часть (корабля), корабельный нос Her., Thuc., Arst. etc.: [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] (= τὸ ἐκ) πρῴρας Soph. встречный ветер;<br /><b class="num">2)</b> передняя часть, перен. начало: π. βιότου Eur. юность; [[πάροιθεν]] πρῴρας Aesch. на лице или снаружи.
}}
}}