3,277,002
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρυμνήτης:''' -ου, ὁ ([[πρύμνα]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πηδαλιούχος]], [[κυβερνήτης]]· μεταφ., χώρας [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]], ο [[κυβερνήτης]] της πολιτείας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως αρσ. επίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πρυμνήτης:''' -ου, ὁ ([[πρύμνα]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πηδαλιούχος]], [[κυβερνήτης]]· μεταφ., χώρας [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]], ο [[κυβερνήτης]] της πολιτείας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως αρσ. επίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρυμνήτης:''' ου adj. m кормовой ([[κάλως]] Eur.): π. [[ἄναξ]] или [[ἀνήρ]] Aesch. кормчий. | |||
}} | }} |