Anonymous

προσεγείρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(34)
(4)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι από σεβασμό [[μπροστά]] σε κάποιον και του [[παραχωρώ]] τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («προσεγείρειν [[στέρνον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]].
|mltxt=ΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι από σεβασμό [[μπροστά]] σε κάποιον και του [[παραχωρώ]] τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («προσεγείρειν [[στέρνον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσεγείρω:''' (pf. [[προσεγρήγορα]]) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).
}}
}}