Anonymous

προωθέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έωσα</i>, συνηρ. μτχ. [[πρώσας]]· [[σπρώχνω]] προς τα [[εμπρός]], [[σπρώχνω]] ή [[πιέζω]], σε Πλάτ.· [[προωθέω]] αὑτόν, [[εφορμώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έωσα</i>, συνηρ. μτχ. [[πρώσας]]· [[σπρώχνω]] προς τα [[εμπρός]], [[σπρώχνω]] ή [[πιέζω]], σε Πλάτ.· [[προωθέω]] αὑτόν, [[εφορμώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προωθέω:''' (fut. προωθήσω и προωθώσω, aor. προέωσα; part. aor. προώσας - стяж. [[πρώσας]])<br /><b class="num">1)</b> толкать вперед, подталкивать, подвигать Luc., Anth.: προωθῶν αὑτόν Xen. устремившись, рванувшись;<br /><b class="num">2)</b> побуждать, понуждать (τινα ἐπί τι и ποιεῖν τι Plut.).
}}
}}