Anonymous

προσπληρόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[γεμίζω]] ή [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, ἱππέας [[προσπληρόω]] εἰς δισχιλίους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] κι [[άλλο]] τα πλοία, τα [[εξοπλίζω]] περισσότερο, [[γεμίζω]] με άνδρες περισσότερα [[ακόμη]] πλοία, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''προσπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[γεμίζω]] ή [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, ἱππέας [[προσπληρόω]] εἰς δισχιλίους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] κι [[άλλο]] τα πλοία, τα [[εξοπλίζω]] περισσότερο, [[γεμίζω]] με άνδρες περισσότερα [[ακόμη]] πλοία, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπληρόω:''' тж. med. пополнять, сверх того оснащать, дополнительно снаряжать (π. [[ἔτι]] [[ναῦς]] Thuc.): ἱππέας π. εἰς δισχιλίους Xen. увеличить число всадников до двух тысяч.
}}
}}