Anonymous

πρυτανεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρῠτᾰνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[πρύτανις]] ή [[πρόεδρος]], έχω [[κυριαρχία]], [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, έχω το [[αξίωμα]] του πρύτανη, [[κυρίως]] χρησιμ. από την προεδρεύουσα [[φυλή]] (βλ. [[πρύτανις]] II), <i>ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρυτανεύω]] περὶ εἰρήνης, κάνω [[πρόταση]] για [[ειρήνη]] και τη [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]], [[διότι]] αυτό ήταν το [[καθήκον]] των πρυτάνεων, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κανονίζω]], σε Δημ. — Παθ., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''πρῠτᾰνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[πρύτανις]] ή [[πρόεδρος]], έχω [[κυριαρχία]], [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, έχω το [[αξίωμα]] του πρύτανη, [[κυρίως]] χρησιμ. από την προεδρεύουσα [[φυλή]] (βλ. [[πρύτανις]] II), <i>ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρυτανεύω]] περὶ εἰρήνης, κάνω [[πρόταση]] για [[ειρήνη]] και τη [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]], [[διότι]] αυτό ήταν το [[καθήκον]] των πρυτάνεων, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κανονίζω]], σε Δημ. — Παθ., πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρῠτᾰνεύω:''' <b class="num">1)</b> быть пританеем, председательствовать в [[βουλή]] и [[ἐκκλησία]]: ἡ φυλὴ πρυτανεύουσα Plat. председательствующая (в порядке очереди) фила (см. [[πρυτανεία]] 1);<br /><b class="num">2)</b> (о пританеях) обсуждать, докладывать (περὶ εἰρήνης Arph. и εἰρήνην Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> перен. устраивать: τινὶ πρός τινα εἰρήνην π. Luc. мирить кого-л. с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> управлять, руководить (τινί HH и τι Dem.; πρυτανεύεσθαι [[παρά]] τινος Dem.);<br /><b class="num">5)</b> содержать на общественный счет: χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανεύεσθαι Plut. быть принимаемым (в пританее) с царской роскошью.
}}
}}