Anonymous

πυρηνώδης: Difference between revisions

From LSJ
4
(35)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[πυρηνώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πυρήν]], -<i>ῆνος</i>]<br />ο όμοιος με [[πυρήνα]] καρπού, πυρηνοείδής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρηνώδες</i><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το πυρηνοειδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τα μάτια) [[άχαρος]] («πυρηνώδεις οφθαλμοί», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες / [[πυρηνώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πυρήν]], -<i>ῆνος</i>]<br />ο όμοιος με [[πυρήνα]] καρπού, πυρηνοείδής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρηνώδες</i><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το πυρηνοειδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τα μάτια) [[άχαρος]] («πυρηνώδεις οφθαλμοί», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''πῡρηνώδης:''' косточковый ([[καρπός]] Arst.).
}}
}}