Anonymous

ῥάκιον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥάκιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ῥάκος]], [[κουρέλι]]· [[κενός]], [[κυρίως]], στον πληθ., <i>ῥάκια</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ῥάκιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ῥάκος]], [[κουρέλι]]· [[κενός]], [[κυρίως]], στον πληθ., <i>ῥάκια</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥάκιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[ῥάκος]]<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. pl.) лохмотья Arph.;<br /><b class="num">2)</b> перен. лоскут, обрывок, клок (ῥ. τι τοῦ δράματος Arph.).
}}
}}