Anonymous

προσεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' приподниматься: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
}}
}}