3,274,921
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥοφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρόφησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> ρουφώ [[λαίμαργα]], άπληστα, [[καταπίνω]] ρουφηχτά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[στραγγίζω]], [[αποξηραίνω]], [[κενώνω]], [[αδειάζω]], [[καταβροχθίζω]] το [[περιεχόμενο]], σε Αριστοφ.· με τη [[σημασία]] αυτή, [[ῥοφέω]] ἀρτηρίας, λέγεται για το [[δηλητήριο]] πάνω στον χιτώνα του Ηρακλή, σε Σοφ. | |lsmtext='''ῥοφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρόφησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> ρουφώ [[λαίμαργα]], άπληστα, [[καταπίνω]] ρουφηχτά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[στραγγίζω]], [[αποξηραίνω]], [[κενώνω]], [[αδειάζω]], [[καταβροχθίζω]] το [[περιεχόμενο]], σε Αριστοφ.· με τη [[σημασία]] αυτή, [[ῥοφέω]] ἀρτηρίας, λέγεται για το [[δηλητήριο]] πάνω στον χιτώνα του Ηρακλή, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥοφέω:''' ион. ῥῠφέω (fut. ῥοφήσω и ῥοφήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> жадно втягивать, всасывать, поглощать (τι Aesch., Arph. и τινος Luc.): ῥοφοῦντα πίνειν [[ὥσπερ]] βοῦν Xen. пить, втягивая, как вол;<br /><b class="num">2)</b> высасывать (πνεύμονος ἀρτηρίας Soph.);<br /><b class="num">3)</b> осушать, очищать ([[τρύβλιον]] Arph.). | |||
}} | }} |