Anonymous

σαλπίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαλπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσάλπιγξα</i>, Επικ. <i>σάλπιγξα</i>, επίσης <i>ἐσάλπισα</i>· [[φυσώ]] ώστε να ηχήσει η [[σάλπιγγα]], [[δίνω]] [[σινιάλο]] μέσω της σάλπιγγας, σε Ξεν.· με σύστ. αιτ., [[σαλπίζω]] ῥυθμούς, στον ίδ.· πρβλ. [[ἀνακλητικός]]· μεταφ., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν [[οὐρανός]], ο [[ουρανός]] σήμανε [[τριγύρω]], λέγεται για τον κεραυνό σαν να σηματοδοτεί, να κηρύττει τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· απρόσ., [[ἐπεὶ]] ἐσάλπιγξε (ενν. ὁ [[σαλπιγκτής]]), όταν ήχησε η [[τρομπέτα]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σαλπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσάλπιγξα</i>, Επικ. <i>σάλπιγξα</i>, επίσης <i>ἐσάλπισα</i>· [[φυσώ]] ώστε να ηχήσει η [[σάλπιγγα]], [[δίνω]] [[σινιάλο]] μέσω της σάλπιγγας, σε Ξεν.· με σύστ. αιτ., [[σαλπίζω]] ῥυθμούς, στον ίδ.· πρβλ. [[ἀνακλητικός]]· μεταφ., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν [[οὐρανός]], ο [[ουρανός]] σήμανε [[τριγύρω]], λέγεται για τον κεραυνό σαν να σηματοδοτεί, να κηρύττει τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· απρόσ., [[ἐπεὶ]] ἐσάλπιγξε (ενν. ὁ [[σαλπιγκτής]]), όταν ήχησε η [[τρομπέτα]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σαλπίζω:''' (aor. ἐσάλπιγξα - поздн. ἐσάλπισα, эп. σάλπιγξα)<br /><b class="num">1)</b> трубить: σάλπιγξι σ. Xen. трубить в трубы; σ. πολέμου κτυπόν Batr. протрубить сигнал к бою; [[ἐπεὶ]] ἐσάλπιγξε impers. Xen. когда раздался трубный звук;<br /><b class="num">2)</b> громогласно возвещать ([[ἀλέκτωρ]] ἡμέραν ἐσάλπισεν Luc.).
}}
}}