Anonymous

πώγων: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πώγων:''' -ωνος, ὁ, [[γενειάδα]], γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., [[πώγων]] [[πυρός]], γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''πώγων:''' -ωνος, ὁ, [[γενειάδα]], γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., [[πώγων]] [[πυρός]], γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πώγων:''' ωνος ὁ борода Her., Arph., Plat., Arst., Luc.: π. [[πυρός]] или [[φλογός]] Aesch., Eur. столб огня или огненный язык.
}}
}}