Anonymous

ῥύμη: Difference between revisions

From LSJ
859 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥύμη:''' [ῦ], ἡ (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[οχύρωμα]], [[ορμή]] σώματος που βρίσκεται σε [[κίνηση]], Λατ. [[impetus]], <i>ῥύμῃ ἐμπίπτειν</i>, με [[ορμή]], σε Θουκ.· πτερύγων [[ῥύμη]], η [[ορμή]] των φτερών, σε Αριστοφ.· ἡ [[ῥύμη]] [[τῶν]] ἵππων, σε Ξεν.· μεταφ., <i>εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ</i>, σε Ευρ.· ἡ [[ῥύμη]] τῆς ὀργῆς, η [[σφοδρότητα]] της οργής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[επίθεση]], [[έφοδος]] των στρατιωτών, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[στενή]] [[οδός]], [[στενωπός]], Λατ. [[vicus]], σε Πολύβ., Κ.Δ.
|lsmtext='''ῥύμη:''' [ῦ], ἡ (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[οχύρωμα]], [[ορμή]] σώματος που βρίσκεται σε [[κίνηση]], Λατ. [[impetus]], <i>ῥύμῃ ἐμπίπτειν</i>, με [[ορμή]], σε Θουκ.· πτερύγων [[ῥύμη]], η [[ορμή]] των φτερών, σε Αριστοφ.· ἡ [[ῥύμη]] [[τῶν]] ἵππων, σε Ξεν.· μεταφ., <i>εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ</i>, σε Ευρ.· ἡ [[ῥύμη]] τῆς ὀργῆς, η [[σφοδρότητα]] της οργής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[επίθεση]], [[έφοδος]] των στρατιωτών, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[στενή]] [[οδός]], [[στενωπός]], Λατ. [[vicus]], σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥύμη:''' (ῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> стремительность, стремительное движение, натиск, напор (τῶν ἵππων Xen.; τοῦ στρατεύματος Plut.): χωρήσαντες ῥύμῃ Thuc. стремительно продвигаясь; τῇ πρώτῃ ῥύμῃ Thuc. в первом натиске; πτερύγων ῥ. Arph. взмахи крыльев;<br /><b class="num">2)</b> сила, порыв, тж. неистовство (τῆς ὀργῆς Dem.);<br /><b class="num">3)</b> резкий поворот (τῆς τύχης Plut.);<br /><b class="num">4)</b> (в римск. лагере) часть, участок, линия Polyb.;<br /><b class="num">5)</b> переулок (πλατεῖαι καὶ ῥῦμαι τῆς πόλεως NT).
}}
}}