σέλα: Difference between revisions

71 bytes added ,  1 January 2019
4
(37)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σέλλα]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[σέλλα]] Ν<br />ειδικό [[κάθισμα]] για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην [[ράχη]] του υποζυγίου και, [[ιδίως]], του αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην [[σέλλα]] σάζουν το [[κορμί]], στην [[χέρα]] το [[κοντάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κάθισμα]] του οδηγού ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας<br /><b>2.</b> το χαμηλότερο [[σημείο]] κορυφογραμμής [[ανάμεσα]] σε δύο υψώματα, διάσελο<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του σώματος σφαγίου που εκτείνεται από την πρώτη [[πλευρά]] [[μέχρι]] τον μηρό<br /><b>4.</b> <b>(παλαιότ.)</b> πλατύ και ανοιχτό [[κάθισμα]] κυκλικού σχήματος, [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν την ετοιμόγενη [[γυναίκα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίφρος]], [[κάθισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sella</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sedeo</i> «[[κάθομαι]]»)].
|mltxt=η / [[σέλλα]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[σέλλα]] Ν<br />ειδικό [[κάθισμα]] για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην [[ράχη]] του υποζυγίου και, [[ιδίως]], του αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην [[σέλλα]] σάζουν το [[κορμί]], στην [[χέρα]] το [[κοντάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κάθισμα]] του οδηγού ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας<br /><b>2.</b> το χαμηλότερο [[σημείο]] κορυφογραμμής [[ανάμεσα]] σε δύο υψώματα, διάσελο<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του σώματος σφαγίου που εκτείνεται από την πρώτη [[πλευρά]] [[μέχρι]] τον μηρό<br /><b>4.</b> <b>(παλαιότ.)</b> πλατύ και ανοιχτό [[κάθισμα]] κυκλικού σχήματος, [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν την ετοιμόγενη [[γυναίκα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίφρος]], [[κάθισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sella</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sedeo</i> «[[κάθομαι]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''σέλᾱ:''' τά Anth. pl. к [[σέλας]].
}}
}}