3,277,180
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηρόδετος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, [[σιδηροδέσμιος]], [[αλυσοδεμένος]]· <i>ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ</i>, δηλ. στα [[δεσμά]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''σῐδηρόδετος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, [[σιδηροδέσμιος]], [[αλυσοδεμένος]]· <i>ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ</i>, δηλ. στα [[δεσμά]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηρόδετος:''' дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом ([[ξύλον]] Her.; [[κνῆσμα]] Anth.). | |||
}} | }} |