Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιναμωρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐνᾰμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σινάμωρος]]), [[λυμαίνομαι]] ή [[προκαλώ]] τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, [[αφανίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[θύμα]] ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σῐνᾰμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σινάμωρος]]), [[λυμαίνομαι]] ή [[προκαλώ]] τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, [[αφανίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[θύμα]] ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐνᾰμωρέω:''' <b class="num">1)</b> повреждать, разорять (πόλιν Her.);<br /><b class="num">2)</b> перен. использовать, вкушать (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).
}}
}}