Anonymous

σιτηγέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[σιταγωγέω]], [[κουβαλώ]] ή [[μεταφέρω]] [[σιτηρά]], σε Δημ.· [[εισάγω]] [[σιτηρά]], [[παρά]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''σῑτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[σιταγωγέω]], [[κουβαλώ]] ή [[μεταφέρω]] [[σιτηρά]], σε Δημ.· [[εισάγω]] [[σιτηρά]], [[παρά]] τινος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτηγέω:''' привозить хлеб, доставлять продовольствие ([[Ἀθήναζε]], εἰς τὸ [[ἐμπόριον]] Dem.).
}}
}}