Anonymous

σίγμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο όγδοο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου («[[κάμηλος]] κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... [[σίγμα]]», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην [[αναγνώριση]] και [[επιλογή]] τών σημείων έναρξης για τη [[μεταγραφή]], [[καθώς]] και στην [[ανάπτυξη]] της διπλής [[έλικας]] της μήτρας του DNΑ<br />β) [[κάθε]] σκελετική [[βελόνη]] τών σπόγγων σε [[σχήμα]] S ή C<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δεσμός]] [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] ενός μοριακού τροχιακού [[σίγμα]] [[μεταξύ]] τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν<br />β) «μοριακό τροχιακό [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη [[επικάλυψη]] τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί [[κατά]] την [[ευθεία]] που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους<br />γ) «[[παράγοντας]] [[σίγμα]]»<br /><b>βιολ.</b> πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την [[πρόσδεση]] της πολυμεράσης RNΑ στα [[κατάλληλα]] [[σημεία]] του DNΑ, ώστε να αρχίσει η [[σύνθεση]] του RNΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Σίγμα</i><br />α) πολυτελές [[οικοδόμημα]] στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την [[ονομασία]] από το ημικυκλικό [[σχήμα]] του<br />β) [[ονομασία]] δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[δηλαδή]] όμοιο με το αρχαιότερο [[σχήμα]] του γράμματος [[αυτού]] <span class="dic_color">, όπως λ.χ. η [[στοά]], η [[ορχήστρα]] θεάτρου, η νέα [[σελήνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Ρώμη]]) [[κλίνη]] ή [[ανάκλιντρο]] με ημικυκλικό [[σχήμα]], το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τους αυτοκρατορικούς χρόνους [[αντί]] για το [[τρικλίνιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σίγματα</i><br />τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μολονότι πρόκειται για [[ονομασία]] γράμματος του αλφαβήτου, το [[σίγμα]] δεν φαίνεται να [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]], αν και η δωρ. του [[ονομασία]] <i>σάν</i> προέρχεται από το εβρ. <i>šin</i>. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι έχει σχηματιστεί από [[σίζω]] «[[σφυρίζω]], [[παράγω]] συριστικό ήχο» (<b>πρβλ.</b> [[σιγμός]])].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο όγδοο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου («[[κάμηλος]] κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... [[σίγμα]]», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην [[αναγνώριση]] και [[επιλογή]] τών σημείων έναρξης για τη [[μεταγραφή]], [[καθώς]] και στην [[ανάπτυξη]] της διπλής [[έλικας]] της μήτρας του DNΑ<br />β) [[κάθε]] σκελετική [[βελόνη]] τών σπόγγων σε [[σχήμα]] S ή C<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δεσμός]] [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] ενός μοριακού τροχιακού [[σίγμα]] [[μεταξύ]] τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν<br />β) «μοριακό τροχιακό [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη [[επικάλυψη]] τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί [[κατά]] την [[ευθεία]] που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους<br />γ) «[[παράγοντας]] [[σίγμα]]»<br /><b>βιολ.</b> πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την [[πρόσδεση]] της πολυμεράσης RNΑ στα [[κατάλληλα]] [[σημεία]] του DNΑ, ώστε να αρχίσει η [[σύνθεση]] του RNΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Σίγμα</i><br />α) πολυτελές [[οικοδόμημα]] στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την [[ονομασία]] από το ημικυκλικό [[σχήμα]] του<br />β) [[ονομασία]] δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[δηλαδή]] όμοιο με το αρχαιότερο [[σχήμα]] του γράμματος [[αυτού]] <span class="dic_color">, όπως λ.χ. η [[στοά]], η [[ορχήστρα]] θεάτρου, η νέα [[σελήνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Ρώμη]]) [[κλίνη]] ή [[ανάκλιντρο]] με ημικυκλικό [[σχήμα]], το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τους αυτοκρατορικούς χρόνους [[αντί]] για το [[τρικλίνιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σίγματα</i><br />τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μολονότι πρόκειται για [[ονομασία]] γράμματος του αλφαβήτου, το [[σίγμα]] δεν φαίνεται να [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]], αν και η δωρ. του [[ονομασία]] <i>σάν</i> προέρχεται από το εβρ. <i>šin</i>. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι έχει σχηματιστεί από [[σίζω]] «[[σφυρίζω]], [[παράγω]] συριστικό ήχο» (<b>πρβλ.</b> [[σιγμός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''σίγμα:''' или [[σῖγμα]] τό indecl.<br /><b class="num">1)</b> сигма (название буквы Σ, σ, ς) Plat.;<br /><b class="num">2)</b> луночка, серповидное украшение: τὰ σ. (иногда - τὰ σίγματα) τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων Xen. луночки на щитах (сикионских воинов).
}}
}}