Anonymous

ῥωγάς: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥωγάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ῥώξ]]), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς [[πέτρα]], αποσπασμένος [[βράχος]], [[βράχος]] που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ῥωγάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ῥώξ]]), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς [[πέτρα]], αποσπασμένος [[βράχος]], [[βράχος]] που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f<br /><b class="num">1)</b> рваная ([[πήρη]] Babr.);<br /><b class="num">2)</b> обрывистая, крутая ([[πέτρα]] Theocr.).
}}
}}