Anonymous

σκέπας: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκέπας:''' -αος, τό ([[σκέπω]]), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[στέγαστρο]], [[καταφύγιο]]· ἐπὶ [[σκέπας]], [[κάτω]] από το [[στέγαστρο]] ή μέσα στο [[καταφύγιο]], σε Ομήρ. Οδ.· [[σκέπας]] ἀνέμοιο, [[καταφύγιο]] από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>σκέπᾰ</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''σκέπας:''' -αος, τό ([[σκέπω]]), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[στέγαστρο]], [[καταφύγιο]]· ἐπὶ [[σκέπας]], [[κάτω]] από το [[στέγαστρο]] ή μέσα στο [[καταφύγιο]], σε Ομήρ. Οδ.· [[σκέπας]] ἀνέμοιο, [[καταφύγιο]] από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>σκέπᾰ</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπας:''' αος τό (у Hes. pl. τὰ [[σκέπα|σκέπᾰ]]) защита, прикрытие: σ. ἀνέμοιο Hom. укрытое от ветра место; σ. ἐν νιφετῷ Anth. (о шляпе) защита от снега.
}}
}}