Anonymous

σκιαγραφέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱγρᾰφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>σκιᾱγράφος</i>), [[ζωγραφίζω]] χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις [[φωτός]] και [[σκιάς]], [[ιχνογραφώ]], [[σκιτσάρω]], [[σχεδιάζω]], Λατ. adumbrare — Παθ., <i>τὰ ἐσκιαγραφημένα</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκῐᾱγρᾰφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>σκιᾱγράφος</i>), [[ζωγραφίζω]] χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις [[φωτός]] και [[σκιάς]], [[ιχνογραφώ]], [[σκιτσάρω]], [[σχεδιάζω]], Λατ. adumbrare — Παθ., <i>τὰ ἐσκιαγραφημένα</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱγρᾰφέω:''' (в живописи) накладывать тени, передавать объемность или перспективу: τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat. теневые наброски, рисунки со светотенью; οὐ [[παναληθής]], ἀλλ᾽ ἐσκιαγραφημένος Plat. не подлинный, а в изображении.
}}
}}