Anonymous

σέλινον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σέλῑνον:''' τό, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]] ή [[μαϊντανός]], Λατ. [[apium]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με στεφάνια από τα φύλλα του στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων και των Νεμέων, σε Πίνδ.· από το [[γεγονός]] ότι φυτευόταν στην [[άκρη]] των κήπων προέκυψε η παροιμ. [[φράση]], <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, [[μόλις]] έχει αρχίσει, [[μόλις]] έχει γίνει η [[αρχή]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σέλῑνον:''' τό, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]] ή [[μαϊντανός]], Λατ. [[apium]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με στεφάνια από τα φύλλα του στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων και των Νεμέων, σε Πίνδ.· από το [[γεγονός]] ότι φυτευόταν στην [[άκρη]] των κήπων προέκυψε η παροιμ. [[φράση]], <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, [[μόλις]] έχει αρχίσει, [[μόλις]] έχει γίνει η [[αρχή]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σέλῑνον:''' τό (Anth. тж. ῐ) бот. сельдерей (Apium [[graveolens]]) Hom., Her., Arst., Plut.: σελίνων [[στεφάνωμα]] Pind. венок из сельдерея (которым награждались победители на Истмийских и Пифийских играх); οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ погов. Arph. твои дела не находятся (еще) ни у сельдерея, ни у руты, т. е. еще и не начинались (оба эти растения сажалась обычно по краям огородов); σελίνου δεῖται Plut. погов. он нуждается в сельдерее, т. е. дни его сочтены (сельдереем часто украшались могилы).
}}
}}