Anonymous

σκεῦος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκεῦος:''' -εος, τό,·<br /><b class="num">1.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]], [[εργαλείο]] ή [[σύνεργο]] οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική [[σημασία]], [[επίπλωση]], [[νοικοκυριό]], οικιακά [[σκεύη]], κινητή [[περιουσία]], σε Αριστοφ.· [[ιδίως]] λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, [[εξοπλισμός]], στρατιωτική [[αποσκευή]], σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[αρματωσιά]] ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> άψυχο [[αντικείμενο]], [[πράγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., τὸ [[σκεῦος]], το [[σώμα]] ως [[σκεύος]], που περιέχει την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη· [[σκεῦος]] ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
|lsmtext='''σκεῦος:''' -εος, τό,·<br /><b class="num">1.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]], [[εργαλείο]] ή [[σύνεργο]] οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική [[σημασία]], [[επίπλωση]], [[νοικοκυριό]], οικιακά [[σκεύη]], κινητή [[περιουσία]], σε Αριστοφ.· [[ιδίως]] λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, [[εξοπλισμός]], στρατιωτική [[αποσκευή]], σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[αρματωσιά]] ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> άψυχο [[αντικείμενο]], [[πράγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., τὸ [[σκεῦος]], το [[σώμα]] ως [[σκεύος]], που περιέχει την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη· [[σκεῦος]] ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκεῦος:''' εος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> предмет обстановки, утварь (τράπεζαι καὶ ἄλλα [[σκεύη]] Plat.): [[σκεύη]] [[ἱερά]] Thuc. священная утварь;<br /><b class="num">2)</b> орудие, принадлежность ([[σκεύη]] [[γεωργικά]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> снасть (парус и т. п.) (χαλᾶν τὸ σ. NT); pl. снаряжение, снасти ([[σκεύη]] τριηρικά Dem.);<br /><b class="num">4)</b> одежда, платье: [[ὅπλα]] καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] [[σκεύη]] Thuc. вооружение и обмундирование;<br /><b class="num">5)</b> сбруя (τὰ τῶν ἵππων [[σκεύη]] Xen.);<br /><b class="num">6)</b> пожитки, личные вещи, багаж (τὰ [[σκεύη]] φέρειν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> неодушевленный предмет, вещь (σ. καὶ [[ζῷον]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> грам. слово среднего рода: ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ [[σκεύη]] Arst. слова мужского, женского и среднего рода;<br /><b class="num">9)</b> сосуд (σ. ὄξους μεστόν NT);<br /><b class="num">10)</b> вместилище души, т. е. тело (τὸ [[ἑαυτοῦ]] σ. [[κτᾶσθαι]] ἐν ἁγιασμῷ NT);<br /><b class="num">11)</b> предмет (воздействия) ([[σκεύη]] ὀργῆς и ἐλέους NT).
}}
}}