Anonymous

σαρκόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαρκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σάρξ]]), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη [[σάρκα]], λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.
|lsmtext='''σαρκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σάρξ]]), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη [[σάρκα]], λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκόω:''' <b class="num">1)</b> делать мясистым, плотным, упитанным (σ. καὶ πιαίνειν Arst.): σεσαρκωμένος Arst. мясистый; ἰσχὺς σαρκοῦσα Plut. сила, наращивающая мышечную ткань;<br /><b class="num">2)</b> (о художнике) превращать в (живую) плоть, оживлять (χαλκόν Anth.).
}}
}}