Anonymous

σμερδαλέος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμερδᾰλέος:''' -α, Ιων. -η, -ον·<br /><b class="num">1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[αποκρουστικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρομερός]] στο [[άκουσμα]]· στο ουδ. ως επίρρ., [[φρικτά]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. <i>σμερδαλέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σμερδᾰλέος:''' -α, Ιων. -η, -ον·<br /><b class="num">1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[αποκρουστικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρομερός]] στο [[άκουσμα]]· στο ουδ. ως επίρρ., [[φρικτά]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. <i>σμερδαλέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σμερδᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> страшный, ужасный ([[δράκων]] Hom.; [[ἔρις]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> грозный ([[αἰγίς]] Hom.; [[πόλισμα]] Arph.).
}}
}}