Anonymous

σκαιός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκαιός:''' -ά, -όν, Λατ. [[scaevus]],<br /><b class="num">I.</b> [[αριστερός]], [[ζερβός]], αυτός που βρίσκεται στο αριστερό [[χέρι]] ή την αριστερή [[πλευρά]]· <i>σκαιῇ</i> (ενν. <i>χειρί</i>), με το αριστερό [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χειρὶ σκαιῇ</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δυτικός]], ο προς τη [[δύση]], [[καθώς]] ο [[Έλληνας]] [[οιωνοσκόπος]] έστρεφε το πρόσωπό του προς τον βορρά, έχοντας έτσι τη Δύση στ' αριστερά του· απ' όπου, <i>Σκαιαὶ πύλαι</i>, η δυτική [[πύλη]] της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.· σκαιὸν [[ῥίον]], το δυτικό [[ακρωτήριο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ατυχής]], [[ανάποδος]], [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]], [[επιβλαβής]], [[αδέξιος]], [[κακός]] ([[επειδή]] τα πουλιά που προμήνυαν [[συμφορά]] εμφανίζονταν προς τα αριστερά ή προς τη Δύση· ενώ τα πουλιά που έφερναν ευνοϊκά προμηνύματα προς τα [[δεξιά]] ή προς την Ανατολή), σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., παρεμφερές με το Γαλλ. gauche, [[αριστερόχειρας]], [[αδέξιος]], [[άχαρος]], [[άτσαλος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''σκαιός:''' -ά, -όν, Λατ. [[scaevus]],<br /><b class="num">I.</b> [[αριστερός]], [[ζερβός]], αυτός που βρίσκεται στο αριστερό [[χέρι]] ή την αριστερή [[πλευρά]]· <i>σκαιῇ</i> (ενν. <i>χειρί</i>), με το αριστερό [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χειρὶ σκαιῇ</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δυτικός]], ο προς τη [[δύση]], [[καθώς]] ο [[Έλληνας]] [[οιωνοσκόπος]] έστρεφε το πρόσωπό του προς τον βορρά, έχοντας έτσι τη Δύση στ' αριστερά του· απ' όπου, <i>Σκαιαὶ πύλαι</i>, η δυτική [[πύλη]] της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.· σκαιὸν [[ῥίον]], το δυτικό [[ακρωτήριο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ατυχής]], [[ανάποδος]], [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]], [[επιβλαβής]], [[αδέξιος]], [[κακός]] ([[επειδή]] τα πουλιά που προμήνυαν [[συμφορά]] εμφανίζονταν προς τα αριστερά ή προς τη Δύση· ενώ τα πουλιά που έφερναν ευνοϊκά προμηνύματα προς τα [[δεξιά]] ή προς την Ανατολή), σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., παρεμφερές με το Γαλλ. gauche, [[αριστερόχειρας]], [[αδέξιος]], [[άχαρος]], [[άτσαλος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκαιός:''' <b class="num">1)</b> левый ([[χείρ]] Hes.; [[ὄμμα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> западный (πύλαι, [[ῥίον]] Hom.) (так как птицегадания совершались с лицом, обращенным на север);<br /><b class="num">3)</b> зловещий ([[στόμα]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> неблагоприятный, злосчастный ([[κτῆμα]] Her.; [[χρῆμα]] Pind.);<br /><b class="num">5)</b> невежественный, бестолковый или глупый Her., Soph., Eur., Arph., Lys., Plat., Dem., Polyb. - см. тж. [[σκαιά]].
}}
}}