Anonymous

σπονδεῖος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπονδεῖος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη [[σπονδή]]· [[σπονδεῖος]] (ενν. [[πούς]]), <i>ὁ</i>, λέγεται στη [[μετρική]], [[σπονδείος]], [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από [[δύο]] μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (<i>σπονδαί</i>).
|lsmtext='''σπονδεῖος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη [[σπονδή]]· [[σπονδεῖος]] (ενν. [[πούς]]), <i>ὁ</i>, λέγεται στη [[μετρική]], [[σπονδείος]], [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από [[δύο]] μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (<i>σπονδαί</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''σπονδεῖος:''' ὁ (sc. [[πούς]]) [[σπονδή]] спондей (стопа из двух долгих слогов: ‒‒, наиболее характерная для песнопений при жертвенных возлияниях) Plut.
}}
}}