3,274,916
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σιμός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σιμή, δηλαλή φαρδιά, πλακουτσωτή [[μύτη]], όπως οι [[Τάταροι]] (ή [[Σκύθες]], όπως τους αποκαλούσαν οι αρχαίοι), σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τη [[μύτη]], κοντόχοντρη ή πεπλατυσμένη, αντίθ. προς το [[γρυπός]], σε Ξεν.· [[καθώς]] αυτός ο [[τύπος]] [[μύτης]] προσδίδει μια σκωπτική [[έκφραση]] στο [[πρόσωπο]], το <i>σιμὰ</i> ως επίρρ. σημαίνει σκωπτικώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λυγισμένος, κεκλιμένος προς τα πάνω, [[ανωφερής]], [[ανηφορικός]], η ανηφορική [[πλευρά]] ενός λόφου· <i>πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν</i>, [[καταδιώκω]] σε ανηφορικό δρόμο, σε Ξεν.· γενικά, [[κοίλος]], [[βαθουλωτός]], [[σπηλαιώδης]], στον ίδ. | |lsmtext='''σιμός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σιμή, δηλαλή φαρδιά, πλακουτσωτή [[μύτη]], όπως οι [[Τάταροι]] (ή [[Σκύθες]], όπως τους αποκαλούσαν οι αρχαίοι), σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τη [[μύτη]], κοντόχοντρη ή πεπλατυσμένη, αντίθ. προς το [[γρυπός]], σε Ξεν.· [[καθώς]] αυτός ο [[τύπος]] [[μύτης]] προσδίδει μια σκωπτική [[έκφραση]] στο [[πρόσωπο]], το <i>σιμὰ</i> ως επίρρ. σημαίνει σκωπτικώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λυγισμένος, κεκλιμένος προς τα πάνω, [[ανωφερής]], [[ανηφορικός]], η ανηφορική [[πλευρά]] ενός λόφου· <i>πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν</i>, [[καταδιώκω]] σε ανηφορικό δρόμο, σε Ξεν.· γενικά, [[κοίλος]], [[βαθουλωτός]], [[σπηλαιώδης]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑμός:''' <b class="num">1)</b> курносый или плосконосый ([[ἀνήρ]] Her.; [[παιδίον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с тупой мордой, тупорылый (ἡ [[φύσις]] τῶν ἵππων τῶν ποταμίων Her.);<br /><b class="num">3)</b> тупой или вздернутый ([[ῥίς]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">4)</b> поднимающийся вверх, идущий в гору ([[χωρίον]] Arph.; [[ὁδός]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> вогнутый, впалый (ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων Xen.). - см. тж. [[σιμά]] и [[σιμόν]]. | |||
}} | }} |