3,274,916
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκύζομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ <i>σκύσσαιτο</i>· είμαι θυμωμένος ή οργισμένος με κάποιον, [[αγανακτώ]], [[κακιώνω]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''σκύζομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ <i>σκύσσαιτο</i>· είμαι θυμωμένος ή οργισμένος με κάποιον, [[αγανακτώ]], [[κακιώνω]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκύζομαι:''' сердиться, негодовать (τινι Hom.): σκυζόμενος Hom. гневный. | |||
}} | }} |