Anonymous

σκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκύζομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ <i>σκύσσαιτο</i>· είμαι θυμωμένος ή οργισμένος με κάποιον, [[αγανακτώ]], [[κακιώνω]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σκύζομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ <i>σκύσσαιτο</i>· είμαι θυμωμένος ή οργισμένος με κάποιον, [[αγανακτώ]], [[κακιώνω]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύζομαι:''' сердиться, негодовать (τινι Hom.): σκυζόμενος Hom. гневный.
}}
}}