Anonymous

σπουδαῖος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαῖος:''' -α, -ον ([[σπουδή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σοβαρός]], αυτός που φέρεται με [[σπουδαιότητα]], σε Ξεν.· [[ενεργητικός]], [[ένθερμος]], [[ζηλωτής]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]], [[χρηστός]], αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[σπουδαῖος]] τὴν τέχνην, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη [[προσωπικότητα]] και [[σπουδαιότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[καλός]], [[χρηστός]], [[δίκαιος]], [[ηθικός]], [[αγαθός]], σε αντίθ. προς το [[πονηρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την [[προσοχή]] κάποιου, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]] στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[σπουδαίως]], [[σοβαρά]], επιμελώς, σε [[βάθος]], με [[σπουδαιότητα]], [[καλά]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, [[πολύ]] προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. <i>σπουδαι-έστερος</i>, <i>-έστατος</i>.
|lsmtext='''σπουδαῖος:''' -α, -ον ([[σπουδή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σοβαρός]], αυτός που φέρεται με [[σπουδαιότητα]], σε Ξεν.· [[ενεργητικός]], [[ένθερμος]], [[ζηλωτής]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]], [[χρηστός]], αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[σπουδαῖος]] τὴν τέχνην, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη [[προσωπικότητα]] και [[σπουδαιότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[καλός]], [[χρηστός]], [[δίκαιος]], [[ηθικός]], [[αγαθός]], σε αντίθ. προς το [[πονηρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την [[προσοχή]] κάποιου, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]] στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[σπουδαίως]], [[σοβαρά]], επιμελώς, σε [[βάθος]], με [[σπουδαιότητα]], [[καλά]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, [[πολύ]] προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. <i>σπουδαι-έστερος</i>, <i>-έστατος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδαῖος:''' (compar. σπουδαιότερος - ион. σπουδαιέστερος)<br /><b class="num">1)</b> дельный, превосходный, отличный ([[γυνή]] Her.; [[κιθαριστής]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> добродетельный, порядочный, честный (οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> доброкачественный, хороший (τὰ σπέρματα Plut.): οὐ σ. ἐς ὄψιν Soph. неказистый, невзрачный;<br /><b class="num">4)</b> важный, серьезный ([[λόγος]] Pind.; πράγματα Plat.; [[ταῦτα]] [[ὑμῖν]] σπουδαιότατά ἐστιν Dem.): γελοῖα καὶ σπουδαῖα ἐλέγετο Xen. были и шутки, и серьезные разговоры.
}}
}}