Anonymous

στέφος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέφος:''' -εος, τό ([[στέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[στέμμα]], [[στεφάνι]], [[γιρλάντα]], [[κορόνα]], σε Ευρ.· πληθ., <i>στέφη = στέμματα</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σπονδές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στέφος:''' -εος, τό ([[στέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[στέμμα]], [[στεφάνι]], [[γιρλάντα]], [[κορόνα]], σε Ευρ.· πληθ., <i>στέφη = στέμματα</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σπονδές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέφος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> венок, венец Eur.;<br /><b class="num">2)</b> гирлянда Aesch., Soph.
}}
}}