Anonymous

στεφανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεφᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φοράει [[στέμμα]] ή [[στεφάνι]], [[εστεμμένος]], σε Ευρ.· [[στεφανηφόρος]] [[ἀγών]] = [[στεφανίτης]] [[ἀγών]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τίτλος]] ορισμένων αρχόντων που είχαν το [[δικαίωμα]] να φορούν [[στεφάνι]], όπως οι <i>ἄρχοντες</i> στην Αθήνα, σε Αισχίν.
|lsmtext='''στεφᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φοράει [[στέμμα]] ή [[στεφάνι]], [[εστεμμένος]], σε Ευρ.· [[στεφανηφόρος]] [[ἀγών]] = [[στεφανίτης]] [[ἀγών]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τίτλος]] ορισμένων αρχόντων που είχαν το [[δικαίωμα]] να φορούν [[στεφάνι]], όπως οι <i>ἄρχοντες</i> στην Αθήνα, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''στεφᾰνηφόρος:''' <b class="num">1)</b> носящий венок, увенчанный венками ([[θίασος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> доставляющий победителю венок ([[ἀγών]] Her.).<br /><b class="num">II</b> ὁ венценосец (звание некоторых высших государственных сановников, имевших право на ношение венка при исполнении служебных обязанностей) Aeschin.
}}
}}