Anonymous

σταύρωμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σταύρωμα:''' -ατος, τό, [[περίφραγμα]] με πασσάλους, [[χαράκωμα]], Λατ. [[vallum]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''σταύρωμα:''' -ατος, τό, [[περίφραγμα]] με πασσάλους, [[χαράκωμα]], Λατ. [[vallum]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σταύρωμα:''' ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.
}}
}}