Anonymous

στολίς: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στολίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[στολή]] II,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ένδυμα]], [[φόρεμα]], [[εσθήτα]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>νεβρῶν στολίδες</i>, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''στολίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[στολή]] II,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ένδυμα]], [[φόρεμα]], [[εσθήτα]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>νεβρῶν στολίδες</i>, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στολίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [[στέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> одеяние, одежда, платье (κροκόεσσα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> шкура (νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">3)</b> полотнище: [[νηῶν]] στολίδες Anth. корабельные паруса;<br /><b class="num">4)</b> складка, сборка, морщина (πέπλων στολίδες Eur.).
}}
}}