Anonymous

στέρνον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ.
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέρνον:''' τό тж. pl. грудь Hom., Trag., Xen. etc.: στέρνων πληγαί Soph. удары в грудь (в знак скорби); [[Ἄρην]] Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχειν Eur. иметь в груди воинственный дух этолийцев; [[οὕτω]] χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Soph. вот какими чувствами должна быть переполнена грудь.
}}
}}