3,277,759
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ. | |lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέρνον:''' τό тж. pl. грудь Hom., Trag., Xen. etc.: στέρνων πληγαί Soph. удары в грудь (в знак скорби); [[Ἄρην]] Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχειν Eur. иметь в груди воинственный дух этолийцев; [[οὕτω]] χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Soph. вот какими чувствами должна быть переполнена грудь. | |||
}} | }} |