Anonymous

συγγενικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγενικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξ αίματος συγγενείς, συγγενικὴ [[φιλία]], [[μεταξύ]] εξ αίματος συγγενών, σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σαν συγγενείς, σε Δημ.
|lsmtext='''συγγενικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξ αίματος συγγενείς, συγγενικὴ [[φιλία]], [[μεταξύ]] εξ αίματος συγγενών, σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σαν συγγενείς, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγενικός:''' <b class="num">1)</b> врожденный, прирожденный ([[νόσημα]] Plut.); присущий от рождения ([[τρίχες]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> родственный (εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.): ἡ [[φιλία]] συγγενικὴ καὶ ἡ [[ἑταιρική]] Arst. дружба между родственниками и дружба между товарищами;<br /><b class="num">3)</b> сходный, однородный, близкий (ἡ [[μορφή]] Arst.).
}}
}}