Anonymous

συγγαμέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγᾰμέω''': [[ἔρχομαι]] εἰς γάμον [[ὁμοῦ]] ἢ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 99· - συγγᾰμία, ἡ, ἡ διὰ γάμου [[ἕνωσις]], Γλωσσ.
|lstext='''συγγᾰμέω''': [[ἔρχομαι]] εἰς γάμον [[ὁμοῦ]] ἢ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 99· - συγγᾰμία, ἡ, ἡ διὰ γάμου [[ἕνωσις]], Γλωσσ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγᾰμέω:''' одновременно вступать в брак Sext.
}}
}}