Anonymous

συγκατακτείνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατακτείνω:''' (part. aor. 2 ξυγκατακτάς; aor. 2 ξυγκατέκτανον) убивать вместе или в то же время (βοτὰ καὶ βοτῆρας Soph.).
}}
}}